- εργοτίνη
- ηουσία δηλητηριώδης που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εργοτίνη — Αλκαλοειδές που παράγεται από τον φυτοπαθογόνο μύκητα Claviceps purpurea. Ο μύκητας αυτός προκαλεί τη σκωρίαση των σιτηρών. Προσβάλλει τα φυτά στο στάδιο της ανθοφορίας, καθώς εμφανίζεται στις ωοθήκες των λουλουδιών που πρόκειται φυσιολογικά να… … Dictionary of Greek
εργοτισμός — Ασθένεια γνωστή και ιδιαίτερα διαδεδομένη κατά τον Μεσαίωνα. Προκαλείται από μια ουσία, την εργοτίνη (βλ. λ.). Η ουσία αυτή παράγεται από έναν μύκητα και προκαλεί ανωμαλίες στο κυκλοφορικό σύστημα με συμπτώματα παρόμοια με αυτά της γάγγραινας.… … Dictionary of Greek
αλκαλοειδή — Οργανικές αζωτούχες ενώσεις πολύπλοκης σύνταξης, των οποίων το μόριο αποτελείται από ομάδες ατόμων που περιέχουν άζωτο και σχηματίζουν κλειστούς δακτυλίους. Τα α. έχουν δηλαδή βασικό χαρακτήρα όμοιο με των αλκαλίων και από αυτό προέρχεται η… … Dictionary of Greek